- επωαστήριο
- το [επωάζω]1. τόπος όπου γίνεται η επώαση2. η επωαστική μηχανή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επωαστήριο — το 1. ο τόπος όπου γίνεται η επώαση, η φωλιά, η κλωσοφωλιά. 2. η επωαστική μηχανή, το εκκολαπτήριο, η εκκολαπτική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)